χλωριομετρία

χλωριομετρία
η, Ν
χημ. βλ. χλωρομετρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χλωριόμετρο — το, Ν χημ. όργανο που χρησιμοποιείται στην χλωριομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλώριο + μέτρο] …   Dictionary of Greek

  • χλωρομετρία — και χλωριομετρία, η, Ν χημ. μέθοδος ποσοτικού προσδιορισμού τού ενεργού χλωρίου που περιέχεται σε ένα λευκαντικό προϊόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chlorometry < χλωρ(ο) * + μετρία*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”